μέλλον

μέλλον
Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική εφημερίδα της Ζακύνθου. Εκδιδόταν την περίοδο 1849-51. 2. Πολιτική εφημερίδα της Αθήνας. Εκδιδόταν την περίοδο 1863-77. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1898 από τον Δημ. Σφαέλο στη Βραΐλα της Ρουμανίας. 4. Εφημερίδα σοσιαλιστικών αρχών. Εκδιδόταν στην Αθήνα από τον Δ. Κόκκινο την περίοδο 1908-09. 5. Επιθεώρηση πολιτικών και κοινωνικών επιστημών. Εκδιδόταν από τον I. Σπετσιώτη την περίοδο 1918-22. 6. Μ. της Ανατολής. Πολιτική και φιλολογική εφημερίδα της Αθήνας που ιδρύθηκε στις 26 Ιουνίου 1862. 7. Μ. των Επαγγελματιών. Εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1928 από τον Ν. Νικολόπουλο και υποστήριζε τα συμφέροντα των επαγγελματικών τάξεων. 8. Μ. της Πατρίδας. Πολιτική και φιλολογική εφημερίδα της Αθήνας, η οποία εκδιδόταν την περίοδο 1859-63. Κατά τα μέσα του 1861 και από το φύλλο 161 και μετά μετονομάστηκε σε Μ. της Ελλάδας.
* * *
το (ΑM μέλλον)
1. το χρονικό διάστημα μετά το παρόν, ο χρόνος που ακολουθεί μετά την παρούσα χρονική στιγμή («το μέλλον αόρατον»)
2. στον πληθ. τα μέλλοντα
οι καταστάσεις και τα γεγονότα που πρόκειται να συμβούν (α. «δεν μπορεί κανείς να προβλέψει τα μέλλοντα» β. «καὶ τῶν μελλόντων ἐπὶ πλεῑστον τοῡ γενησομένου ἄριστος εἰκαστής», Θουκ.)
νεοελλ.
1. η εξέλιξη κάποιου προσώπου ή ομάδας προσώπων ή πράγματος στον απώτερο χρόνο («το μέλλον του θα είναι λαμπρό»)
2. φρ. α) «άνθρωπος με μέλλον» — άνθρωπος με προοπτικές επιτυχίας στη σταδιοδρομία του
β) «έχουμε μέλλον ακόμη» — θα αργήσουμε πολύ για κάτι
μσν.
φρ. α) «διατάσσω τὰ μέλλοντα» — καθορίζω το μέλλον
β) «σκοπεύω τὸ μέλλον» — προνοώ για κάτι που θα συμβεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. μέλλον τής μτχ. τού ρ. μέλλω (πρβλ. καθεστώς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μέλλον — το οντος 1. ο χρόνος που ακολουθεί το παρόν: Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον. 2. η μεταγενέστερη εξέλιξη ενός πράγματος: Το μέλλον του διαγράφεται λαμπρό. 3. φρ., «νέος με μέλλον», με προοπτικές επιτυχίας στη σταδιοδρομία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέλλον — μέλλω to be destined pres part act masc voc sg μέλλω to be destined pres part act neut nom/voc/acc sg μέλλω to be destined imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μέλλω to be destined imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • αύριο — (AM αὔριον) επίρρ. Ι. 1. την αμέσως επόμενη μέρα 2. πολύ σύντομα, στο εγγύς μέλλον (πρβλ. α) «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῑα» όταν επιδιώκεται η αναβολή μιας σπουδαίας συζήτησης β) «τάχ αὔριον ἔσσετ ἄμεινον» το μέλλον θα είναι καλύτερο γ) «σήμερ αύριο»… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • θα — (μόριο) 1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω») 2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό») 3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»). [ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε να (με αφομοίωση)… …   Dictionary of Greek

  • κάποτε — (Μ κάποτε και ὁκάποτε και ὁκάποτες) (χρον. επίρρ.) 1. ορισμένη στιγμή στο παρελθόν, κάποια φορά, μια φορά («κάποτε πρέπει να είχαμε συναντηθεί») 2. (συν. διπλασιαζόμενο) καμιά φορά, πότε πότε («κάποτε κάποτε περνάει από εδώ») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”